- ἐπιστατικώτερα
- ἐπιστατικόςofneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιστατικωτέρα — ἐπιστατικωτέρᾱ , ἐπιστατικός of fem nom/voc/acc comp dual ἐπιστατικωτέρᾱ , ἐπιστατικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατικωτέρας — ἐπιστατικωτέρᾱς , ἐπιστατικός of fem acc comp pl ἐπιστατικωτέρᾱς , ἐπιστατικός of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)